- προὔχουσι
- προέχουσι , προέχωhold beforepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)προέχουσι , προέχωhold beforepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προύχουσι — προέχουσι , προέχω hold before pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προέχουσι , προέχω hold before pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαιρετός — καθαιρετός, ή, όν (Α) [καθαιρῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αποκτήσει, να επιτύχει, αποκτητός («ὃ ἐκεῑνοι ἐπιστήμη προύχουσι, καθαιρετὸν ἡμῑν ἐστι μελέτη», Θουκ.) … Dictionary of Greek